Στην κοινότητα μας παρασκευάζονται πολλά παραδοσιακά προϊόντα και εδέσματα. Συγκεκριμένα, παρασκευάζουν με κύριο συστατικό το γάλα, χαλούμι, τραχανά, γιαούρτι, με μέλι από χαρούπια «κουλουράκια με τερατσόμελον», ενώ με χυμό σταφυλιού, κουμανταρία, ζιβανία, «σιουτζιούκο», «σταφίθκια», «κιοφτέρκα» και «παλουζέ».  Επιπρόσθετα,  ασχολούνται με την κατασκευή διάφορων αλλαντικών, όπως λουκάνικα και παστουρμά, αλλά και με την παρασκευή ροδοστάγματος.

Σε αρκετά νοικοκυριά του χωριού παρασκευάζεται το παραδοσιακό μας τυρί, το χαλούμι, κυρίως από πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα. Για την παρασκευή του χαλουμιού, αρχικά, ζεσταίνεται το γάλα σε ένα βαθύ χάλκινο οικιακό σκεύος, ενώ ταυτόχρονα, προστίθεται μια πηκτική ουσία, η «πυδκιά». Στη συνέχεια, όταν το γάλα πήξει, δημιουργείται μια συμπαγής μάζα, την οποία αφήνουν να κρυώσει, έτσι ώστε να μπορέσουν να την τεμαχίσουν σε τετράγωνα περίπου κομμάτια. Ακολούθως, τοποθετούν τα κομμάτια αυτά, συμπιέζοντάς τα -για να αφαιρεθούν εντελώς τα υγρά-  στο «ταλάριν», που μοιάζει με δοχείο με πυκνές τρύπες. Το υγρό, που ρέει από τη συμπίεση των χαλουμιών ονομάζεται «νορός» και μαζεύεται σ’ ένα δοχείο με σκοπό τη χρησιμοποίησή του ως βασικό συστατικό υλικό για την παρασκευή άλλων τυριών, αλλά και για τη φύλαξη των χαλουμιών. Έπειτα τα κομμάτια αυτά, τα χαλούμια, επανατοποθετούνται στο «χαρτζιν» και βυθίζονται μέσα σε «νορό» για να ψηθούν. Όταν τα χαλούμια ξεκινήσουν να επιπλέουν στην επιφάνεια του χαρτζιού, σημαίνει πως πρέπει να αφαιρεθούν από το οικιακό σκεύος με τη βοήθεια μιας τρυπητής κουτάλας. Τότε, με την παλάμη του χεριού τους, απλώνουν αλάτι πάνω στα χαλούμια, τα διπλώνουν στη μέση προσθέτοντας δυόσμο. Τέλος, όταν κρυώσουν, τα φυλάγουν σε πλαστικά δοχεία ενώ παλαιότερα σε πήλινα αγγεία με «νορό» για να διατηρηθούν.

Εκτός, όμως, από το χαλούμι, οι νοικοκυρές του χωριού φτιάχνουν και γιαούρτι. Αρχικά βράζουν το γάλα σε μια μεγάλη κατσαρόλα ανακατεύοντας συνεχώς με σκοπό να αποφύγουν τη «τσίππα» ή αλλιώς πέτσα. Το βράζουν και το ανακατεύουν μέχρι να κοχλάσει. Έπειτα το   αφήνουν μέχρι να κρυώσει και τότε ξεκινούν να προσθέτουν δυο κουταλιές «καταστατό», πυτιά γιαρτιού, για κάθε οχτώ λύτρα γάλακτος. Ακολούθως, τοποθετούν το μείγμα στη φωτιά και το ζεσταίνουν  μέχρι να φτάσει τους είκοσι βαθμούς. Αργότερα περνούν το μείγμα από το σουρωτήρι και τέλος, αφού το τοποθετήσουν σε πήλινα δοχεία, το σκεπάζουν με κουβέρτες  και το αφήνουν για δυόμιση περίπου ώρες έτσι ώστε να πήξει.

Ένα άλλο από τα παραδοσιακά παρασκευάσματα του χωριού είναι ο  τραχανάς.  Για την παρασκευή του τραχανά χρειάζονται ξινόγαλα και το χοντρά αλεσμένο σιτάρι. Το πρώτο στάδιο παρασκευής του τραχανά είναι η τοποθέτηση του γάλατος σε ένα πήλινο δοχείο, το «κουμνίν» για δυο περίπου βδομάδες με σκοπό να ξινίσει. Όταν το γάλα είναι έτοιμο, το ρίχνει στο «χαρτζίν», στο μεγάλο οικιακό σκεύος, προσθέτοντας ταυτόχρονα το σιτάρι και το τοποθετεί στη φωτιά. Στη συνέχεια, ανακατεύουν συνεχώς το μείγμα μέχρι να γίνει χυλός. Έπειτα,  αφήνουν το μείγμα να κρυώσει, για να μπορέσουν να προχωρήσουν στο «κόψιμο» του τραχανά που σημαίνει τη διαίρεσή του σε μικρές κυλινδρικές μπαλες, τις οποίες αποξηραίνουν απλώνοντας τις σε ψάθινους δίσκους ή «τσέστους» κάτω από τον ήλιο.

Ένα από τα πιο νόστιμα παραδοσιακά εδέσματα  που εξακολουθούν να παρασκευάζουν στο χωριό, κυρίως κατά τις περιόδους των νηστειών, είναι τα κουλουράκια με το «τερατσόμελον», δηλαδή, με το χαρουπόμελο. Τα υλικά για την παρασκευή του παραδοσιακού αυτού εδέσματος είναι το αλεύρι, το νερό και το «τερατσόμελο». Η γεύση τους είναι ιδιαίτερη κυρίως γιατί ψήνονται σε ζωμό από βρασμένα χαρούπια.

Το χωριό είναι γνωστό για το περίφημο κρασί του, αλλά και για την παρασκευή παραδοσιακών προϊόντων, όπως του «παλουζέ» του «σουτζιούκου» και της ζιβανίας.

Επιπρόσθετα, όπως προαναφέρθηκε, στο χωριό φτιάχνουν κουμανδαρία και ζιβάνια. Οι αμπελουργοί, αμέσως μετά το μάζεμα των σταφυλιών αρχίζουν τη διαδικασία παρασκευής της κουμανδαρίας. Αφού τρυγήσουν, απλώνουν τα σταφύλια στον ήλιο για να μαραθούν και ακολούθως τα συμπιέζουν για να πάρουν το χυμό τους, το μούστο. Ακολούθως, ο μούστος τοποθετείται σε οινοδεξαμενές για να γίνει η απαραίτητη ζύμωση, ενώ, τέλος, το οινόπνευμα πια, η κουμανταρία παλαιώνεται σε δρύινα βαρέλια.  

Η ζιβανία είναι άλλο ένα παραδοσιακό προϊόν που παρασκευάζεται από  σταφύλι και συγκεκριμένα από φλούδες και τσαμπιά σταφυλιών που περισσεύουν από τη  διαδικασία παρασκευής κουμανταρίας. Αυτές λοιπόν οι φλούδες και τα τσαμπιά μεταφέρονται σε μεγάλα πιθάρια για 15 με 20 ημέρες, έτσι ώστε γίνει η απαιτούμενη ζύμωση. Έπειτα, τα στερεά υπόλοιπα, τα «ζίβανα», κλείνονται για 2 περίπου ώρες σε ένα καζάνι, στον αποστακτήρα και ακολούθως από τη θερμότητα δημιουργείται ατμός,  ο οποίος περνά διαμέσου μιας χάλκινης σωλήνας, -«λουλάς»- που βρίσκεται σ’ ένα πιθάρι γεμάτο κρύο νερό. Η διαδικασία κατασκευής ολοκληρώνεται με την υγροποίηση  της ζιβανίας.

Επιπρόσθετα, επεξεργάζονται τα σταφύλια με σκοπό να φτιάξουν «σταφίθκια», ένα είδος αποξηραμένου σταφυλιού. Πιο συγκεκριμένα, απλώνουν τα σταφύλια στον ήλιο, αφού προηγουμένως τα βυθίσουν σε ένα μείγμα. Αφού τα σταφύλια παραμείνουν εκτεθειμένα στον ήλιο για δέκα περίπου μέρες, οι σταφίδες είναι έτοιμες.

Από το χυμό του σταφυλιού, παρασκευάζονται παραδοσιακά γλυκά, ο παλουζές, ο σιουτζιούκος και τακιοφτέρκα. Για να παρασκευαστεί ο παλουζές, αρχικά    τοποθετούν το χυμό στο «χαρτζίν» και, ακολούθως, τον βράζουν στη φωτιά. Καθώς ο χυμός ζεσταίνεται ρίχνουν στο χαρτζίν, αλεύρι και χώμα ενώ ταυτόχρονα ανακατεύουν. Μετά από πολλή ανακάτεμα, ο παλουζές είναι έτοιμος. Όταν ολοκληρωθεί ο παλουζές, συνήθως αρχίζει η κατασκευή του «σουτζιούκου». Συγκεκριμένα, βουτούν μέσα στον παλουζέ κλωστές, στις οποίες προηγουμένως περνούν αμυγδαλόψιχες και καρυδόψιχες. Τα «κιοφτέρκα» είναι  άλλο ένα από τα γλυκά που φτιάχνονται με το «παλουζέ». Ειδικότερα, τα «κιοφτέρκα» είναι αποξηραμένος παλουζές, κομμένος σε μικρά τετράγωνα κομμάτια.

Οι κάτοικοι του Αγίου Κωνσταντίνου συνηθίζουν να παρασκευάζουν και παραδοσιακά αλλαντικά, όπωςλουκάνικα και παστουρμά. Τα λουκάνικα κατασκευάζονται από χοιρινό κιμά, κρασί, αλάτι και μπαχαρικά ενώ ο παστουρμάς συνήθως από βοδινό, σκόρδο αλάτι και μπαχαρικά.

Τέλος, στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος ασχολούνται και με την παρασκευή ροδοστάγματος. Χρησιμοποιούν τον αποστακτήρα, που αποτελείται από δυο βασικά μέρη, το καζάνι και το βαρέλι. Τα ρόδα τοποθετούνται στο καζάνι, όπου προστίθεται και το νερό. Ενώ το καζάνι φλέγεται δημιουργείται υδρατμός, ο οποίος μέσω ενός σωλήνα ρέει στο βαρέλι με το νερό. Όταν οι υδρατμοί υγροποιηθούν, το μυρωδάτο ροδόσταγμα  είναι έτοιμο.

Πηγές:
Ιωνάς Ιωάννης, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία,2001, σ.541-544
Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Κωνσταντίνου
Κυπρή Δ. Θεοφανώ –Πρωτοπαππά Δ. Καλλιόπη, Παραδοσιακά Ζυμώματα της Κύπρου, Η χρήση τους και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Λευκωσία, 1997,σ.149 και 178